ουρανομήκης — ες (ΑΜ οὐρανομήκης, όμηκες) 1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.) 2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ… … Dictionary of Greek
συναρήξατε — σύν ἀρήγω aid aor imperat act 2nd pl συνᾱρήξατε , σύν ἀρήγω aid aor ind act 2nd pl (doric aeolic) σύν ἀρήγω aid aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρήξατ' — ἀ̱ρήξατο , ἀρήγω aid aor ind mid 3rd sg (doric aeolic) ἀρήξατε , ἀρήγω aid aor imperat act 2nd pl ἀ̱ρήξατε , ἀρήγω aid aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀρήξατο , ἀρήγω aid aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἀρήξατε , ἀρήγω aid aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρήξατε — ἀρήγω aid aor imperat act 2nd pl ἀ̱ρήξατε , ἀρήγω aid aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀρήγω aid aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)